πρωτόμηνος

πρωτόμηνος
ὁ, Α
αυτός που αναλαμβάνει δημόσια λειτουργία κατά τον πρώτο μήνα τού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. πάμ-μηνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”